- αλαδιά
- ηη κάθε δυο χρόνια ακαρπία των ελαιόδεντρων: Τους είχε γονατίσει η αλαδιά της χρονιάς εκείνης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλαδιά — η [λαδιά] 1. έλλειψη λαδιού 2. η ακαρπία που παρατηρείται στις ελιές κάθε δεύτερο χρόνο … Dictionary of Greek